- προστατεκτομία
- η, Νιατρ. βλ. προστατεκτομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστατεκτομή — και προστατεκτομία, η, Ν ιατρ. μερική ή ολική αφαίρεση τού προστάτη με εγχείρηση, μερική όταν πρόκειται για υπερτροφία ή ολική σε περιπτώσεις καρκίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prostatectomy < προστάτης + εκτομή] … Dictionary of Greek